- αδιαχώρητος
- -η, -οαυτός διαμέσου του οποίου δεν μπορεί κανείς να περάσει· το ουδ., το αδιαχώρητο ως ουσ., η βασική ιδιότητα των υλικών σωμάτων να μην μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο: Στην αίθουσα ήταν τέτοιος ο συνωστισμός που είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.