αδιαχώρητος

αδιαχώρητος
-η, -ο
αυτός διαμέσου του οποίου δεν μπορεί κανείς να περάσει· το ουδ., το αδιαχώρητο ως ουσ., η βασική ιδιότητα των υλικών σωμάτων να μην μπορούν να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο: Στην αίθουσα ήταν τέτοιος ο συνωστισμός που είχε καταργηθεί το αδιαχώρητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀδιαχώρητος — without evacuation masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαχώρητον — ἀδιαχώρητος without evacuation masc/fem acc sg ἀδιαχώρητος without evacuation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιαχωρήτῳ — ἀδιαχώρητος without evacuation masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”